ἀρδεύσει

ἀρδεύσει
ἄρδευσις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀρδεύσεϊ , ἄρδευσις
fem dat sg (epic)
ἄρδευσις
fem dat sg (attic ionic)
ἀρδεύω
water
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀρδεύω
water
fut ind mid 2nd sg
ἀρδεύω
water
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ρδεύσει , ἀρδεύω
water
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ρδεύσει , ἀρδεύω
water
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αλιάκμονας — I Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας (320 χλμ.), από όσους ρέουν αποκλειστικά σε ελληνικό έδαφος. Έχει λεκάνη απορροής 9.210 τ. χλμ. και πηγάζει από το όρος Βόιο (Γράμμος) του ορεινού συστήματος της Πίνδου. Αρχικά κατευθύνεται για λίγο… …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • υδραυλικές κατασκευές — Εγκαταστάσεις που προορίζονται για τη διευθέτηση και χρησιμοποίηση των φυσικών υδάτων. Το νερό υπήρξε πάντοτε και είναι ουσιώδες στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου, ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτό, ασχολήθηκε από τις απώτερες εποχές με τον έλεγχο και τη… …   Dictionary of Greek

  • δέση — η 1. το δέσιμο. 2. φράγμα νερού απ όπου αυτό οδηγείται με αυλάκι στο νερόμυλο ή για να αρδεύσει χωράφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”